Κύνεοι

Κύνεοι
Κύνεος
shameless
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύνεοι — κύνεος shameless masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύνεος — κύνεος, έα, ον (Α) [κύων] 1. κύνειος*, κυνικός, σκυλήσιος 2. μτφ. αναιδής, αναίσχυντος («ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίπλοκον ἦθος», Ησίοδ.) 3. κυνικός, οπαδός ή αυτός που ανήκει στην κυνική φιλοσοφία («κύνεοι σοφισταί», Δίων Κάσα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”